Η Ποιμενική παράδοση του Πιτυούς

Το βασικό στοιχείο που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του χωριού είναι η ποιμενική του ζωή. Το Πιτυός ήταν ιστορικά και παραδοσιακά, τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου  αιώνα, η μεγαλύτερη κτηνοτροφική κοινότητα της Χίου, φτάνοντας στα μέσα του 20ού αιώνα να έχει έως και 15 με 18 χιλιάδες αιγοπρόβατα. Για αυτό και έχει ακόμη και μέχρι τις μέρες μας, την μεγαλύτερη διοικητικά έκταση από κάθε άλλη κοινότητα του νησιού, εξαιτίας των μεγάλων κοινοτικών βοσκοτόπων της, που εκτείνονται στα 51.000 στρέμματα! Είναι έτσι, το χωριό με την μεγαλύτερη απόσταση από το γειτονικότερο του, σε όλη την Χίο. Για αυτό και το Πιτυός, δεν ήταν ποτέ «πέρασμα» για να πας κάπου αλλού. Ήταν πάντα, ή «προορισμός» ή «αφετηρία».

Το χωριό φημίζονταν για την μεγάλη παραγωγή γάλακτος και τυριού και η τέχνη της τυροκομίας, αναπτύχθηκε εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στη Χίο. Τα Πιτυανά τυριά, φημίζονταν για την αλμυρή και δυνατή γεύση τους, καθώς οι τσοπάνηδες τυροκομούσαν πάνω στα βουνά. Εκεί, για να βρουν ένα τρόπο να διατηρήσουν τα τυριά τους μέχρι να κατέβουν να τα πουλήσουν στις πόλεις και τα χωριά, συνήθιζαν να τα παρασκευάζουν με πολύ αλάτι για να διατηρηθούν περισσότερο.

Γράφει χαρακτηριστικά, για τον ποιμενικό χαρακτήρα του χωριού, ένας από τους νεότερους ερευνητές του, ο Χιώτης συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης:

«Το Πιτυός είναι ένα χωριό με μεγάλη τσοπάνικη παράδοση. Μοναχικό κι απομονωμένο, δημιούργησε εντελώς δικούς του τρόπους ζωής και ιδιαίτερες παραδόσεις, που τις κρατά καλά φυλαγμένες μέχρι σήμερα. [….]

Οι κάτοικοί του ήταν στην πλειοψηφία τους τσοπάνηδες κι έτσι η ζωή του χωριού είχε προσαρμοστεί στη ζωή των κοπαδιών. Ενενήντα οικογένειες τσοπάνηδων αριθμούσε το χωριό στα μέσα του εικοστού αιώνα που είχαν συνολικά περίπου δεκατρείς χιλιάδες κατσίκια. Περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν τότε στις βουνοπλαγιές, παρά μέσα στα σπίτια κι η ζωή ήταν πολύ δύσκολη.

Το καλοκαίρι, οι τσοπάνηδες του Πιτυούς έβοσκαν τα «χτήματά τους» στα γύρω βουνά, πάνω στα οποία ζούσαν σχεδόν όλες οι οικογένειες του χωριού. Εκεί ήταν η ζωή και η καθημερινότητά τους. Άντρες, γυναίκες και παιδιά είχαν για σπίτι τους τη μάντρα και στο χωριό έμεναν οι λίγοι που δεν ασχολούνταν με την τσοπανική και οι γέροι. [….]

Μία τυπική τσοπάνικη μέρα άρχιζε πριν να φέξει. O τσοπάνης έπαιρνε τα κατσίκια του και τα πήγαινε για βοσκή. Το πρωί, κατά τις εννιά, τα ’φερνε πίσω στο μαντρί, τα άρμεγε, έτρωγε το φαΐ του και μετά τα ξανάπαιρνε να τα βοσκήσει, αφήνοντας στη γυναίκα του την ευθύνη της τυροκομίας. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα, τσοπάνης και κοπάδι ξαναγύριζαν στη μάντρα, γινόταν το δεύτερο άρμεγμα και η δεύτερη τυροκομία. Στο μεταξύ, ερχόταν «οι τσαμπάσηδες», «οι πράτες», δηλαδή οι έμποροι, με τα μουλάρια κι αγόραζαν τα προϊόντα. Δεν ήταν λίγες όμως και οι φορές που ο τσοπάνης, άφηνε στα μεγάλα του παιδιά τη φύλαξη των ζώων, φόρτωνε το μουλάρι του με τυριά και τραβούσε για τις αγορές της Xίου, της Λαγκάδας ή των Kαρδάμυλων.

Αργά το βράδυ, όταν οι δουλειές είχαν τελειώσει, το ζευγάρι των τσοπάνηδων κατέβαινε στο χωριό να δουν το σπίτι και τα μωρά τους, που τα φύλαγε η γιαγιά, κοιμόντουσαν μερικές ώρες και κατά τις τρεις – τέσσερις το πρωί τραβούσαν πάλι για το βουνό, κι άρχιζε ο ίδιος κύκλος της μέρας.» (Γιάννης Μακριδάκης, Πιτυός: Περί Τσοπανικής και άλλων Παραδόσεων, εκδ. Εκπολιτιστικού Συλλόγου Πιτυός, Χίος 2021, σελ 11-17)

Κι όταν έρχονταν ο χειμώνας, η ώρα του «ξεχειμωνιού», μετά του Αγίου Δημητρίου και αφού τελείωνε η συλλογή του καρπού της ελιάς, οι τσοπάνηδες μαζί με τα παιδιά που ήταν σε θέση να εργαστούν και με τους «παραγιούς» τους, μάζευαν τα κοπάδια τους και τα οδηγούσαν, δύο και τρεις μέρες ταξίδι από τα ορεινά μέρη του χωριού προς τα νότια, τα πεδινά γύρω από το Πυργί, τα Μεστά, τους Ολύμπους, το Λιθί, στα «ακρωτήρια» όπως έλεγαν. Στο διάβα τους, σταματούσαν για να διανυκτερεύσουν, να ξεκουραστούν, να συνδιαλλαγούν στα χωριά της κεντρικής Χίου όπως ο Αη Γιώργης Συκούσης, οι Καρυές, το Θολοποτάμι, τα Αυγώνυμα.

Όταν έφταναν στα νότια, έκαναν συμφωνίες ενοικίασης («πακτώματος») των κοινοτικών βοσκοτόπων και φρόντιζαν να κρατούν μακριά τα ζώα τους από τις μονάκριβες μαστιχοκαλλιέργειες. Όχι πάντα με επιτυχία. Δεν ήταν λίγα τα περιστατικά που οι αίγες έμπαιναν στα χωράφια των μαστιχοπαραγωγών και προκαλούνταν ζημιές και δεν ήταν πάντα εύκολες και αρμονικές οι σχέσεις ανάμεσα στους αγρότες καλλιεργητές και τους ημι-νομάδες κτηνοτρόφους. Πολλές φορές όμως, οι Πιτυανοί τσοπάνηδες για να πετύχουν την αποφυγή τιμωριών φρόντιζαν να δίνουν πεσκέσια σε δραγάτες ή κοινοτικούς συμβούλους ή να κάνουν κουμπαριές και συμπεθεριά μαζί τους. Ακόμη λένε στα Νοτιόχωρα για τους Πιτυανούς πως «δεν έχουν φίλους πέρα από τα βουνά, αλλά έχουν παντού κουμπάρους».

Στα ξεχειμωνιά του νότου, έμεναν επί μήνες, μέχρι την Άνοιξη, σε πρόχειρα πέτρινα χαμηλά καλύβια τα οποία και έστρωναν με αστυφίδες και χώμα πάνω από το οποίο θα άπλωναν τους κιλίκους από τρίχα κατσίκας που είχαν υφάνει οι κυράδες τους στον αργαλειό. Εκεί κοιμόντουσαν, εκεί μαγείρευαν, εκεί φρόντιζαν τα παιδιά τους.

Μετά, τη Λαμπρή, στα τέλη Μαρτίου, έρχονταν πια ο καιρός να επιστρέψουν στο Πιτυός. Τότε ξαναγύριζαν τα παιδιά στο σχολείο και οι εκκλησίες, τα καφενεία και οι πλατείες του χωριού, γέμιζαν πάλι από κόσμο.

Η σκληρή και ορεσίβια ζωή των Πιτυανών, διαμόρφωσε ένα χαρακτήρα ανθρώπων, με τραχύ αλλά ειλικρινή χαρακτήρα, κοσμογυρισμένων και φιλοξενων. Μπορεί οι περισσότεροι να μην κατάφερναν να μάθουν γράμματα καθώς υποχρεώνονταν να παρακολουθήσουν ελλιπέστατα τα μαθήματα του σχολείου, ωστόσο αποκτούσαν μια άλλου τύπου βιωματική εκπαίδευση στη φύση.

Αυτή φιλοδοξούμε να καταγράψουμε, να διατηρήσουμε και να μεταλαμπαδεύσουμε στους σύγχρονους επισκέπτες.

«Εδώ γεννήθηκα απάνω στα βουνά. Τσοπάνης ήταν ο άντρας μου. Είχαμεν αίγες, αίγες είχαμε και πηαίναμε στο καλύβι · εκάμναμεν καλυβάκια απάνω στα βουνά και μπροστά εβάναμεν ένα δεμάτι κλαδιά για πόρτα, για ένα τσουβάλι, είχαμεν και κούνια κι είχαμεν τα παιδάκια. Εκεί ήταν η ζωή μας, στα βουνά, κοντά στις αίγες. Εκεί ήταν η ζωή μας η ζήση μας, η ζήση μας.

Στα Mαστιχόχωρα. Εκεί που δεν πιάνει χιόνι. Είναι όλο λιμάνι. Στο Πυργί, στα Mεστά στις Eλύμπους, είναι… λιμάνια έχουνε. Και τα βουνά τως εν είναι σαν τα δικά μας, εμάς εδώ ει γυμνά, τα βουνά, γυμνά. Kαι το χιόνιν πιάνει. Kαι τις αίγες τις πλακώνει και ψοφού. Βλέπεις δεν έχει κλαδί να σταθούσι. Είναι αστυφίδα και πέτρα· τα βουνά μας. Εκεί κάτω είναι ρομάνια. Eπήες εκεί κάτω καμιά φορά σ’ εκείνα τα βουνά; Είδες ρομάνια; Είδες αντράχλους, κουμαριές, μεραφίδους, πρίνους, κουντουρουδιές, τα βουνά ρομανιασμένα και τρυπώναν οι αίγες μες τα κλαδιά και τρώαν κιόλα.» Κυρά Βασιλική Κατσαρού ετών 100 (Μακριδάκης, σελ. 43-44)

Από την πάλαι ποτέ πλούσια ποιμενική παράδοση του Πιτυούς, στις μέρες μας, παρά τη στροφή από την πατροπαράδοτη κτηνοτροφία σε νεότερες δραστηριότητες, επιβιώνουν ακόμη 3-4 μικρά κοπάδια αιγοπροβάτων στην ευρύτερη περιοχή, κληρονόμοι και συνεχιστές μιας μακραίωνής παράδοσης.

Ο επισκέπτης του χωριού θα έχει τη δυνατότητα να τα δει στις πλαγιές πάνω από το χωριό, να ακούσει τα κουδουνίσματα των κατσικιών και τις φωνές των τσοπάνηδων και να γευτεί τα προϊόντα του μόχθου τους.