The History of the Village

pityos 1928

Το Πιτυός στη σύγχρονη εποχή

Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν την απελευθέρωση της Χίου και του Πιτυούς, διακρίνονται από μερικά ακόμη αξιόλογα περιστατικά.

Το χωριό θα πληρώσει τον δικό του φόρο αίματος στους πολέμους που θα ακολουθήσουν. Έτσι, το 1913, στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο θα σκοτωθεί στη μάχη του Κιλκίς ο χωριανός στρατιώτης Στυλιανός Λεώβαρης. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το1916 θα σκοτωθεί στο Μακεδονικό μέτωπο ο Ηλίας Στάσης. Στην Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922, θα σκοτωθούν οι Αποστολής Μ. Πέτρος, Κωστάλας Μαρ. Γεώργιος και ο μικρασιάτης πρόσφυγας που κατοικούσε στο Πιτυός από το 1914, Μήτρος Δημ. Γεώργιος.

Σε δύο φάσεις, το 1914 και μετά το 1922-23 το Πιτυός θα δεχτεί όπως και η υπόλοιπη Χίος πρόσφυγες από τα Μικρασιατικά παράλια για μόνιμη εγκατάσταση.Ο ερχομός των προσφύγων θα οδηγήσει σε μια μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του χωριού το οποίο θα φτάσει στον μεσοπόλεμο να αριθμεί 550-600 κατοίκους.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1910, το Πιτυός όπως και όλα τα γειτονικά βορειόχωρα θα συγκλονιστούν από την υπόθεση του φυγόδικου Γιώργη Πέτικα, του πρώτου και μοναδικού «κοινωνικού ληστή» της σύγχρονης ιστορίας της Χίου. Ο Πέτικας θα κάνει την ευρύτερη περιοχή του Πελλιναίου και του Όρους λημέρι και καταφύγιο του επί χρόνια με την ανοχή των τσοπάνηδων και των χωρικών της περιοχής που τον προστατεύουν όταν καταζητείται για ένα «έγκλημα τιμής» που έκανε, δολοφονώντας αυτόν που παντρεύτηκε την αγαπημένη του στις Αμάδες.

To 1924 o Πιτυανός Γιώργος Χλωρός, είναι ο ιδρυτής του ποδοσφαιρικού προσφυγικού σωματείου της Μικρασιατικής, ο πρώτος από τους γηγενείς Χιώτες που ασχολήθηκε με το άθλημα που ήκμαζε στη Σμύρνη ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, με ομάδες σαν τον Πανιώνιο και τον Απόλλωνα και εισήχθη στο νησί από τους πρόσφυγες. (βλέπε https://web.archive.org/web/20190706174110/http://www.sportschios.gr/2012/09/01/istoria-tou-podosfairou-sti-xio-1924/)

Το 1925 με δωρεές χωριανών του εξωτερικού, θα χτιστεί το σχολείο του χωριού. Την δεκαετία του 1930, επί κυβερνήσεως Βενιζέλου θα φτιαχτεί ο σύγχρονος δρόμος Χίου-Αγίου Ισιδώρου σε πρώτη φάση, συνδέοντας οδικώς το Πιτυός με την πόλη. Λίγα χρόνια αργότερα θα φτιαχτεί και η προέκταση του, προς την Βολισσό και την Αμανή. Στο μεγάλο εργοτάξιο που θα φτιαχτεί επί διετία στη έρημη κοιλάδα του Αγίου Ισιδώρου θα βρουν δουλειά δεκάδες χωριανοί. Στην ίδια περίοδο εκεί, η προσφυγική οικογένεια Κουρούνη θα φτιάξει το ιστορικό καφενείο-ζυθεστιατόριο και σταθμό συνάντησης. Μέχρι τις μέρες μας, ένα από τα πιο εμβληματικά μαγαζιά εστίασης της Χίου.

Την δεκαετία του 30 θα αρχίσει από ντόπιους και μετακινούμενους ρητινοκαλλιεργητές και η συστηματική εκμετάλλευση του πευκοδάσους στην περιοχή που πήρε το όνομα Ρετσινάδικα και βρίσκεται μοιρασμένη μεταξύ Πιτυούς και Κατάβασης. Η παραγωγή θα διακοπεί προσωρινά κατά τη διάρκεια του πολέμου και θα ξεκινήσει πάλι από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Στη δεύτερη περίοδο, θα υπάρξουν συμβόλαια ενοικίασης μεταξύ των δύο κοινοτήτων από τη μια μεριά και των ρητινοκαλλιεργητών από το Προκόπι, το Πήλι, την Βλαχιά και άλλα χωριά της Βόρειας Εύβοιας, οι οποίοι έστηναν κάθε χρόνο πρόχειρα καλύβια στην περιοχή του δάσους.

Κατά τη διάρκεια του β παγκοσμίου πολέμου πάνω από 40 Πιτυανοί θα πολεμήσουν στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο και δύο εξ αυτών, οι Γιώργος Αντ. Λιόβαρης και Δημήτρης Κυρ. Χάβιαρος θα σκοτωθούν.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, το χωριό δεν θα γνωρίσει καμιά δράση πέρα από τη διέλευση από αυτό και τη φυγάδευση από μέλη της αντίστασης της Χίου, μερικών Νεοζηλανδών στρατιωτών, εγκλωβισμένων στην ηπειρωτική Ελλάδα το 1941 με τη κατάρρευση του μετώπου. Αυτοί ήρθαν με καΐκι στις δυτικές ακτές της Χίου, διήλθαν από τον Άγιο Ισίδωρο και βοηθήθηκαν από την οικογένεια Κουρούνη, για να προωθηθούν στα ανατολικά παράλια και από εκεί στον Τσεσμέ της ουδέτερης Τουρκίας. (βλέπε Νίκος Γ. Κουρούνης, Γεγονότα & Αναμνήσεις μιας ζωής, εκδ ΑΛΦΑ ΠΙ, Χίος 2020, σελ 85-86)

Η πείνα κατά τη διάρκεια της κατοχής, ελάχιστα έπληξε το σχεδόν αυτάρκες εκείνη την εποχή, κτηνοτροφικό χωριό. Αντίθετα, οι Πιτυανοί τσομπάνηδες σε μεγάλο βαθμό είναι εκείνοι που θα τροφοδοτήσουν τα γειτονικά Καρδάμυλα αλλά και την Χώρα, καθώς ο ναυτικός και εμπορικός τους πληθυσμός θα υποφέρει λόγω του εμπάργκο και του αποκλεισμού εξαιτίας του πολέμου.

Όπως σε γενικές γραμμές, τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου δεν θα πλήξουν άμεσα το χωριό, παρόλο που υπήρχαν μερικά αξιοσημείωτα περιστατικά στα όρια των βοσκοτόπων του, όπως στην μάχη της Αχλάδας στο Αίπος που εξελίχθηκε μέχρι και την Σκάφη και στη συμπλοκή στη γειτονική Κυδιάντα - που ακολουθήθηκε από ανθρωποκυνηγητό μέχρι το Φλώρι - που συνετέλεσαν στην ερήμωση της. Και τα δύο περιστατικά θα γίνουν τους πρώτους μήνες του 1948 (βλέπε Γιάννης Πριόβολος, Στοιχεία από το περιθώριο της Ιστορίας: Μαρτυρίες Χίων 20ου Αιώνα, εκδ Αιγείας 2009, σελ 152-170)

Μεταπολεμικά ο σεισμός του 1949 θα πλήξει αρκετά την Βόρεια Χίο, μαζί και το Πιτυός, Είναι τότε που θα καταστραφεί η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας Σπηλιωτίνας – θα γκρεμιστεί ύστερα από λίγα χρόνια – και θα πληγεί σημαντικά η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Κάστρου. Ζημιές μεγάλες θα πάθει και το σχολείο το οποίο θα τεθεί εκτός λειτουργίας μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα, που θα αναστηλωθεί ως ξενώνας πλέον. Την θέση του, θα πάρει το νέο κτίριο του σχολείου στα δυτικά του σημερινού πάρκινγκ.

Η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και η μαζική στροφή των Πιτυανών στη ναυτοσύνη – το Πιτυός θα βγάλει δεκάδες πρώτους και δεύτερους καπετάνιους και πολλά στελέχη ανώτερων πληρωμάτων στην ποντοπόρα εμπορική ναυτιλία - θα δώσουν το οριστικό πλήγμα στην πληθυσμιακή σύσταση και τον κατεξοχήν κτηνοτροφικό χαρακτήρα του χωριού. Έτσι από 550 κατοίκους και 15.000 αιγοπρόβατα την δεκαετία του 50, στις μέρες μας το χωριό θα απομείνει με 40 μόνιμους κάτοικους με μέσο όρο ηλικίας άνω των 60 ετών και όχι πάνω από 500 αιγοπρόβατα συνολικά.

Αυτή την ερημοποίηση, δεν μπόρεσε να αποτρέψει, ούτε ο ερχομός του ηλεκτρισμού και του τηλεφώνου στο χωριό (δεκαετία 50) ούτε η χάραξη του νέου δρόμου Πιτυός - Καρδάμυλα την ίδια εποχή, ούτε οι συνεχείς ενέργειες επίλυσης του προβλήματος ύδρευσης-αποχέτευσης από όλες τις κοινοτικές και δημοτικές αρχές, ούτε η κατασκευή του στρατιωτικού φυλακίου στον Άγιο Ισίδωρο μετά τα γεγονότα του 1974 (και η συνακόλουθη ροή στρατιωτών και επισκεπτών προς το χωριό), ούτε τέλος και η κατασκευή του Αγροτικού Ιατρείου στις αρχές του 21ου αιώνα, δωρεά Αντωνίου Χλωρού.

Η ρητινοκαλλιέργεια στο δάσος του Πιτυούς εγκαταλείφθηκε ως οικονομικά ασύμφορη το 1976 και από το 1980 και μετά, το παρατημένο δάσος θα υποστεί τις συνέπειες της πύρινης λαίλαπας πολλές φορές. Η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα σηματοδότησε μια περίοδο αγροτικής αναδιάρθρωσης που έκανε μη συμφέρουσα τη διατήρηση της παραδοσιακής κτηνοτροφίας.Αναπόφευκτα, το κουδούνι του σχολείου χτύπησε για τελευταία φορά τον Ιούνιο του 1988.

Αντίθετα σε όλο το διάστημα των τελευταίων δεκαετιών το Πιτυός, το Αίπος και η ευρύτερη περιοχή της Βόρειο-Ανατολικής Χίου έχει γίνει αποδέκτης πιέσεων – ανεπιτυχών μέχρι στιγμής - από την κεντρική εξουσία διαχρονικά, για μια σειρά «ενοχλητικών» Φαραωνικών επενδύσεων, που θέλουν να στεγάσουν στην ευρύτερη περιοχή, εγκαταστάσεις που αντικειμενικά και ανεξάρτητα από προθέσεις, θα υποβάθμιζαν τα στοιχεία του περιβάλλοντος, της λαογραφίας, της ιστορίας του τόπου, με αμφίβολο ή ελάχιστο ανταποδοτικό όφελος. Αναφέρουμε ενδεικτικά, σχέδια για εγκατάσταση ρυπογόνων υποδομών όπως τον ΧΥΤΑ της Χίου, σχέδια τεράστιων πάρκων ΒΑΠΕ (παλαιότερα Ανεμογεννητριών, πιο πρόσφατα φωτοβολταϊκών) και μεγάλων οικιστικών δομών που η κεντρική εξουσία δεν επιθυμεί πλησίον των αστικών κέντρων, όπως νέα φυλακή ή κλειστή δομή ΠΡΟΚΕΚΑ.

Για την κατασκευή της τελευταίας, ως γνωστόν, δόθηκαν μεγάλες σκληρές οδομαχίες στα πετρώδη εδάφη του Αίπους, μεταξύ των κατοίκων της περιοχής και των δυνάμεων της αστυνομίας τον Φεβρουάριο του 2020: από τη διασταύρωση του Αγίου Ισιδώρου του Πιτυούς, μέχρι το 18ο χιλιόμετρο και από εκεί μέχρι και τις πρώτες στροφές του Αίπους στο Βροντάδο, με τελικό αποτέλεσμα την αποχώρηση των αστυνομικών δυνάμεων και την ματαίωση του σχεδίου. Σημάδι και αυτό, του διαχρονικά ανυπότακτου και ιδιαίτερου χαρακτήρα της περιοχής.

Η αναθέρμανση και αναβίωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του τόπου μέσα σε νέα σύγχρονα πλαίσια, παντρέματος της παράδοσης και της αειφορίας και η αντιμετώπιση του κινδύνου ολικής ερημοποίησης του οικισμού, είναι το στοίχημα που έβαλαν τα τελευταία χρόνια μια σειρά από νέοι επιχειρηματίες και κάτοικοι του χωριού που το 2020 ίδρυσαν την ΚΟΙΝΣΕΠ «Πιτυός προορισμός».


Lieutenant Plastiras

Απελευθέρωση

Τα γεγονότα της απελευθέρωσης του Πιτυούς το 1912

11 Νοεμβρίου 1912! Ημέρα μνήμης και γιορτής για την απελευθέρωση της Χίου! Αλλά το Πιτυός θα πρέπει να περιμένει για άλλες 40 μέρες!

«….Από τον Μάρτιο του 1912 που οι Ιταλοί βομβάρδισαν τον Ασύρματο των Τούρκων στην απέναντι της Χίου Μικρασιατική ακτή, άρχισαν οι Τούρκοι ν’ ανησυχούν για τη μελλοντική κατοχή του νησιού και ενίσχυσαν τις φρουρές των. Στο Πιτυός ήρθε κι εγκαταστάθηκε ο Διοικητής του Τουρκικού στρατού Ζιχνή Βέης. Στις κορυφές των υψωμάτων γύρω από το χωριό τοποθετήθηκαν φυλάκια. Όλες οι εκκλησίες και πολλά σπίτια του χωριού έγιναν αποθήκες των Τούρκων. 

Στο Πιτυός ήταν και το νοσοκομείο των Τούρκων, όλου του στρατού κατοχής που στεγάζονταν στα σπίτια Φράγκου και Κατσαρού. Εκτός από το χωριό είχαν και στην Αμεθούντα εφόδια (υψόμετρο 1050 μ.). Τον Οκτώβριο του 1912 σύνδεσαν το Πιτυός μέσω Φλωρίου, Εγγύσας, Αγ. Μάρκο, Άγιοι Πατέρες με τηλέφωνο. Όλον τον Οκτώβριο έμενε στο Πιτυός ο Ζιχνή Βέης για να οργανώσει την άμυνα του Πιτυούς. Ο Ζιχνής, μιλούσε με πολύ ευγένεια στους χωρικούς. Στις αρχές Νοεμβρίου έφυγε από το Πιτυός και αποχαιρετώντας τους χωρικούς, είπε: “Έχετε γειά, τώρα πια θα γίνετε Έλληνες….

Από τις αφηγήσεις των Πιτυανών αυτοπτών των μαχών, Γιάννη Γιαννόμωρου και Δημητρό Καζήλα τον Φεβρουάριο του 1952 στην εφημερίδα “Πρόοδος”, όπως τις καταγράφει ο Γιώργος Χειλάς στο “Πιτυός- Ιστορία του χωριού μου”, σελ 35-36

Όπως είναι γνωστό, το Πιτυός θα παραμείνει κατεχόμενο από τον Τουρκικό στρατό μέχρι τα ξημερώματα της 21ης Δεκεμβρίου 1912 όταν οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες υπό τον Υπολοχαγό Αμπάς θα παραδοθούν στο απόσπασμα του ανθυπασπιστή Σταρίδα που σπάει την τελευταία γραμμή άμυνας στο Καρφωτό, στα όρια Πιτυούς – Καρδαμύλων και ενώ ο Ζιχνή Μπέης θα έχει ήδη παραδοθεί στις Καρυές μερικές ώρες νωρίτερα.

Οι ντόπιοι Πιτυανοί, ευρισκόμενοι στο επίκεντρο της Τουρκικής δύναμης, δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν ένοπλη ομάδα αντίστασης – αυτό θα ήταν αυτοκτονικό. Ωστόσο για να διασκεδάσουν τις υπόνοιες ότι δεν συμμετείχαν στον εθνικό αγώνα, τρεις χωριανοί, οι Παναγιώτης Μιθρή Κριτούλης, Παντελής Μαυριάνος και Γιώργος Αποστολής (Γιωργάρα) κατ’ εντολή της διοίκησης του Ελληνικού στρατού και προσποιούμενοι τους ποιμένες που πήγαιναν στα κοπάδια τους για να σπάσουν τα Τουρκικά στρατιωτικά μπλόκα, πήγαν μέσα στη νύχτα και έκοψαν τα τηλεφωνικά καλώδια που συνέδεαν την Οθωμανική στρατιωτική διοίκηση στο Πιτυός με την εμπροσθοφυλακή του τρίτου Τουρκικού λόχου στην Αχλάδα του Αίπους. Μάλιστα για να γίνουν πιστευτοί προς την Ελληνική στρατιωτική διοίκηση ως προς τα εθνικά τους αισθήματα δεν περιορίστηκαν σε ένα απλό σαμποτάζ, αλλά τύλιξαν και πήραν μαζί τους πολλά μέτρα τηλεφωνικού καλωδίου, κινδυνεύοντας να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους.

Σε αυτό το διάστημα της πολιορκίας των 40 ημερών, η ευρύτερη περιοχή του Αίπους και το Πιτυός θα γίνουν το πεδίο των πιο σκληρών χερσαίων μαχών του Α Βαλκανικού πολέμου σε νησί του Αιγαίου:

  • Πρώτη μάχη του Αίπους στις 15 Νοεμβρίου 1912 με 25 Έλληνες νεκρούς και 37 τραυματίες. Πρώτος Τουρκικός αντιπερισπασμός την ίδια μέρα από το Καρφωτό του Πιτυός προς τις Ελληνικές θέσεις στο Κάστρο της Γριάς στα Καρδάμυλα. Δύο Έλληνες νεκροί.
  • 7 και 8 Δεκεμβρίου 1912, διήμερος βομβαρδισμός των ταμπουρωμένων στο Πιτυός Τούρκων από τον Ελληνικό στόλο στα ανοιχτά των Καρδαμύλων. Έπεσαν 67 μεγάλες οβίδες πυροβόλου στο χωριό και ως εκ θαύματος κανένας άνθρωπος δεν έπαθε τίποτα.
  • 19 έως 21 Δεκεμβρίου 1912. Επίθεση των Ελλήνων από όλες τις μεριές προς το Πιτυός, από Αμάδες και Βίκι προς Αμεθούντα, από Φυτά προς το Όρος, από Λαγκάδα-Κυδιάντα προς Κοίλα. Η φονικότερη μάχη και αυτή που θα κρίνει το τέλος του πολέμου, θα γίνει ξανά με την Ελληνική επέλαση από τα Καρδάμυλα προς το Καρφωτό στο πιο ισχυρά επανδρωμένο και εξοπλισμένο Τουρκικό φυλάκιο.

Στις μάχες αυτές θα διακριθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ορισμένοι αξιωματικοί και των δύο στρατών.

Από Ελληνικής μεριάς, έμειναν στην ιστορία:

  • Ο υποναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας, επικεφαλής των ειδικών δυνάμεων των πεζοναυτών, την τότε ελίτ του Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, που θα εκδράμει κατά την πρώτη φάση της εκστρατείας στο Αίπος. Θα σπάσει την πρώτη γραμμή άμυνας των Τούρκων αιφνιδιάζοντας τους, στο Καστέλλι Αίπους, στην περιοχή του σημερινού ηρώου. Ωστόσο, ο Δεμέστιχας, αν και μπαρουτοκαπνισμένος και τολμηρός μαχητής των Μακεδονικών πολέμων, θα υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες του και θα υποτιμήσει τον αντίπαλο, οδηγώντας τους ακατάλληλα ντυμένους (με σκούρα μπλε στολή) πεζοναύτες του, σε μάχη σε ανοιχτό μέτωπο στην περιοχή πάνω από το σημερινό Τουριστικό του Αίπους, όπου και τα Τουρκικά πολυβολεία απ΄ τη θέση Σελλάδα θα σταματήσει την Ελληνική επίθεση με σημαντικές απώλειες για τους Έλληνες. Στη στολή ενός νεκρού Έλληνα στρατιώτη βρέθηκε ιδιόχειρο σημείωμα που έγραφε: «Θυσιαστήκαμε άσκοπα υπό του Ιωάννου Δεμέστιχα».

  • Ο τότε ακόμη άγνωστος νεαρός Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Πλαστήρας που μόλις τον Ιούνιο του 1912 έχει αποφοιτήσει από τη σχολή Αξιωματικών του στρατού, θα μεταφερθεί με τις ενισχύσεις που θα στείλει ο Ελληνικός στρατός στη Χίο στα τέλη Νοεμβρίου 1912. Έχοντας ήδη πάρει νωρίτερα το βάπτισμα του πυρός στο μέτωπο της Ηπείρου του Βαλκανικού πολέμου, ο Πλαστήρας θα είναι ο ανθυπολοχαγός επικεφαλής των δυνάμεων που θα εκδράμουν από την Λαγκάδα προς το Πιτυός, επικεφαλής μιας εμπειροπόλεμης διμοιρίας στρατιωτών και μερικών δεκάδων εθελοντών από Λαγκάδα, Κυδιάντα και Συκιάδα. Το άγημα του θα λάβει διαταγή επίθεσης στην τελευταία φάση του πολέμου, προς την κατεύθυνση του Σαρακήνου, των Κοίλων και της Σκάφης.

  • Ο ανθυπασπιστής Ιωάννης Σταρίδας, ο οποίος θα τεθεί μαζί με μια διμοιρία δεκανέων, επικεφαλής του εθελοντικού σώματος των Καρδαμυλιτών που πρώτοι από όλους σε όλη την Χίο θα φτιάξουν ένοπλη πολιτοφυλακή και θα συμμετέχουν στις μάχες. Ο Σταρίδας κατάφερε μέσα σε λίγες μέρες να μεταλαμπαδεύσει τον επαγγελματισμό του τακτικού στρατού στους ενθουσιώδεις αλλά άπειρους Καρδαμυλίτες εθελοντές, που υπό τη δική του ηγεσία, θα δώσουν τις αποφασιστικές τελευταίες μάχες, στο Καρφωτό, στον Τράχωνα και τελικά θα καταλάβουν την Θεοτοκίνα και κατόπιν την Σπηλιωτίνα, στην οποία στις 21 Δεκεμβρίου 1912 θα παραδοθούν οι τελευταίοι 11 Οθωμανοί αξιωματικοί και 297 στρατιώτες συνολικά από το Πιτυός και στην Αμεθούντα. Είναι χαρακτηριστικό το γραπτό σημείωμα με το οποίο ο επικεφαλής τους, Υπολοχαγός Υγειονομικού Αμπάς, απευθύνθηκε στον Σταρίδα με σκοπό να παραδοθεί σε αυτόν και όχι στους άτακτους αντάρτες ή τους Κρήτες χωροφύλακες που τους φοβόταν: «Προς τον αξιωματικό του Ένδοξου Ελληνικού Στρατού Κύριον Σταρίδα Είμεθα το όλον 57 τραυματίαι, του Τουρκικού στρατού, εις ιατρός και εγώ ο υπολοχαγός εις τον πόδαν προ 40 ημερών. Ήδη σας παρακαλώ όπως μας παραλάβητε απόψε διότι φοβούμεθα πολύ. Ω φίλτατε αξιωματικέ του ένδοξου Ελληνικού στρατού τα ειλικρινή προς υμάς σέβη.  Ο υπολοχαγός Αμπάς» (Χειλάς σελ 37)

Από Οθωμανικής μεριάς πρέπει να μνημονευθούν:

  • Ο αντισυνταγματάρχης Ζιχνή Μπέης, ο τελευταίος Οθωμανός στρατιωτικός διοικητής της Χίου.  Ο αριστοκράτης Οθωμανός στρατιωτικός καριέρας, τοποθετήθηκε στη Χίο μόλις ένα χρόνο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους. Οργάνωσε την απεγνωσμένη άμυνα του πολιορκούμενου στρατού του, που αριθμούσε περί τους 2000 άντρες, έχοντας φροντίσει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το φυσικό οχυρό που συνιστά το Αίπος και το Πελλιναίο. Διακρίθηκε για τις αμυντικές και οργανωτικές ικανότητες του και συνάμα για τον ήπιο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τους απλούς κατοίκους. Για αυτό και σεβόμενος την στρατιωτική ανδρεία και ευγένεια του, ο Ελληνικός στρατός του επέτρεψε να διατηρήσει στην αιχμαλωσία το ξίφος του αξιωματικού, τιμής ένεκεν. Ο ίδιος, ανταπέδωσε την ευγενική φιλοφρόνηση προς τον Ελληνικό στρατό με δηλώσεις που έκανε προς τις Ελληνικές εφημερίδες αμέσως μετά την παράδοση του. Μετά από την απελευθέρωση του στο τέλος των Βαλκανικών πολέμων το 1913, θα επιστρέψει στην χώρα του και λίγους μήνες αργότερα θα υποβάλλει την παραίτηση του, όπως προκύπτει από την επετηρίδα του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου Στρατού.

  • Ο ικανότατος λοχαγός διοικητής του 3ου Τουρκικού Λόχου, Χουσεϊν Χουσνού Αϊντεμίρ, ο οποίος απέκρουσε την αρχική Ελληνική επίθεση στις 15 Νοεμβρίου στο Αίπος. Θα αιχμαλωτιστεί και αυτός με τον υπόλοιπο Τουρκικό στρατό και θα φυλακιστεί στην Κεφαλονιά. Μετά την απελευθέρωση του και κατά την διάρκεια του Α παγκοσμίου πολέμου θα διακριθεί στο Ανατολικό μέτωπο κατά των Ρώσων (από τους οποίους θα αιχμαλωτιστεί ξανά και θα βρεθεί στη Σιβηρία). Θα πολεμήσει αργότερα, εναντίον των Ελλήνων, στην μάχη του Σαγγάριου και στην Προύσα. Μετά το 1923 θα αναρριχηθεί στην Κεμαλική στρατιωτική ιεραρχία και θα αποστρατευτεί με τον βαθμό του Ταξιάρχου τη δεκαετία του 1930. Πρόσφατα ο εγγονός του, κατέγραψε και εξέδωσε στην Τουρκία αναμνήσεις από τις πολεμικές περιπέτειες του παππού του, στις οποίες γίνεται εκτεταμένη μνεία της μάχης της Χίου με δυσεύρετα ντοκουμέντα, από Τουρκικής μεριάς. (βλέπε http://www.geliboluyuanlamak.com/2439_vatan-mudafaasinda-bir-omur-huseyin-husnu-aydemir.html#_ftnref2)

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ:

  • “Όσα ο ίδιος είδον” Γεώργιος Χωρέμης, Χίος 2002 εκδ. ΑΛΦΑ ΠΙ (εκ του πρωτότυπου χειρογράφου του συγγραφέως)
  • “Chius Liberata”, Philip Argenti, London 1937
  • Αφιέρωμα του περιοδικού Πελλιναίου, τεύχη 14 & 20 , Χίος 2000 & 2002 αντίστοιχα


newspaper 1906 fair with ottoman general present

Οθωμανική περίοδος

Το Πιτυός επί Τουρκοκρατίας - η πρώτη Οθωμανική περίοδος

Το αβάσταχτο καθεστώς της Γενουοκρατίας και η επικράτηση των «ανθενωτικών» στους κόλπους της Ορθόδοξης εκκλησίας, θα οδηγήσει στην αναίμακτη παράδοση της Χίου στους Οθωμανούς, οι οποίοι έξυπνα πράττοντας θα ακολουθήσουν αρχικά μια πολιτική διευρυμένης θρησκευτικής ανεκτικότητας και παραχώρησης σημαντικών προνομίων τοπικής αυτοδιοίκησης.

Όλα τα κάστρα της Χίου, μαζί και το Πιτυός, μετά την υποχώρηση των Σταυροφόρων, την οριστική διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την επέκταση των Οθωμανών στην Βαλκανική, θα πάψουν να παίζουν τον ρόλο που είχαν επί Γενουοκρατίας. Παραμένουν φυσικά, στρατιωτικά και διοικητικά κέντρα. Όμως σε αντίθεση με την εποχή της αποικιακής Μαόνας, όλα σχεδόν τα προϊόντα πλην της μαστίχας, αποκτούν καθεστώς ελεύθερου εμπορίου και διακίνησης, με σκοπό την αύξηση για τα κρατικά έσοδα από τη φορολόγηση τους φυσικά, ενώ η επικράτηση των Οθωμανών στο Αιγαίο, θα περιορίσει τις πειρατικές επιδρομές τουλάχιστον για μερικούς αιώνες και μέχρι το 1774, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των κάστρων.

Μέσα στα πλαίσια συνολικότερων ευνοϊκών παραχωρήσεων, προς τον τοπικό πληθυσμό με ενδιάμεσο την εκκλησία και τα μοναστήρια, το Πιτυός με σχετικό συμβόλαιο μετά της Νέας Μονής – υπό την ανοχή των Οθωμανών – το 1709 θα αποκτήσει το δικαίωμα να διαχειριστεί ελεύθερα και κατ’ αποκλειστικότητα ως βοσκότοπο, μια τεράστια περιοχή στο Αίπος, που φέρεται να την εξαγόρασε ως κοινότητα. Ο Κ. Σγουρός, στο έργο του «Ιστορία της Χίου» (1937) καταγράφει στα αρχεία της Μονής, μια μαρτυρία ενός τσοπάνη που λέει χαρακτηριστικά:

«….και να είχαμεν τη διαφορά με το μοναστήρι και να ευρέθεσε χοντζετία ότι όπως είχαν οι Πιτυανοί αγορασμένον τους τόπους του Χάρκου της Αχλάδας και ταις Πλακιαίς μετά πλάγια της και με τα βουνά της εσυμφωνήσαμεν ότι αυτός ο τόπος της Χάρκου της Αχλάδας να είνε εις ζωοτροφίαν των κτηνών του μοναστηρίου και των Πιτυανών και να μην ημπόρουν να το σπείρουν ούτε οι καλογέροι μοναχοί των δια τα κτήνη να καθίζουν οι μάντρες και να μη δίδει κανείς τοπιάτικα, ούτε οι καλογέροι των Πιτυανών, ούτε οι Πιτυανοί των καλογέρων, αλλά να μένει χέρσος. Όθεν εγράφη κατά το 1709 Αυγούστου 12 ημέρα Σάββατο….»

(παρατέθηκε στο Ευγενία Κουτσίδου, Φυσική Αναγέννηση Υποβαθμισμένων Οικοσυστημάτων ως Αποτέλεσμα Αποκλεισμού της Βοσκητικής Πίεσης – η Περίπτωση της Βόρειας Χίου, Διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Τμήμα Περιβάλλοντος, Μυτιλήνη 1995, σελ 38, βλέπε σύνδεσμο στην ηλεκτρονική βάση του Εθνικού Ιδρύματος Τεκμηρίωσης: https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/5027?lang=el#page/1/mode/2up

Σύμφωνα με τα γραφόμενα και από τον Ζολώτα, η εποχή του 18ου αιώνα είναι αυτή κατά την οποία το Πιτυός θα αποκτήσει έναν σχεδόν αποκλειστικά κτηνοτροφικό χαρακτήρα, καθώς είναι τότε που θα ξυλευθούν και τα τελευταία δέντρα του Αίπους και θα σταματήσει η συστηματική σπορά και η καλλιέργεια αχλαδόδεντρων μετατρέποντας το σε ένα αχανές βοσκότοπο.

Σε εκείνη την εποχή αποδίδεται και το «Σύνορο» στο Αίπος. Ο μεγαλύτερος σε μήκος ενιαίος μαντρότοιχος του οροπεδίου, που ξεκινάει από τις Μπαμπακιές στα όρια με τον βοσκότοπο του Ανάβατου και φτάνει μετά από μερικά χιλιόμετρα μήκους, μέχρι και κοντά στο σημερινό «χιλιόμετρο 18» στο Φλώρι. Αποδίδεται σε καλόγερους, και πιθανόν να όριζε τα όρια μεταξύ των βοσκοτόπων που ανήκαν στην Νέα Μονή (στα ανατολικά του τοίχου) με αυτά που ανήκαν στην Μονή Μουνδών (στα δυτικά του τοίχου.

Ωστόσο σπανίζουν οι γραπτές πηγές και τα ευρήματα που θα φώτιζαν την ιστορία του Πιτυούς μέχρι το 1821. Έχουν διασωθεί μόνο ορισμένα ονόματα Πιτυανών καλογέρων που υπηρετούν στην Μονή Μουνδών και τα παραθέτει ο Χειλάς: το 1743 ο Ιωάσαφ Μαυριάνος, το 1746 ο διάκος Βασίλης – αγνώστου επωνύμου - από το Πιτυός και το 1750 ο Ιωάννης Φέκος. (Χειλάς, σελ 30)

Έχει ωστόσο σωθεί εν μέρει και το ημερολόγιο που κράταγε ο δεύτερος, ο διάκος Βασίλης από το Πιτυός το οποίο εξιστορεί ορισμένα ενδιαφέροντα γεγονότα, που δημοσιεύθηκαν στα Χιακά Ανάλεκτα, Κανελλάκη 1890. Ανάμεσα σε άλλα ο διάκος Βασίλης, περιγράφει μια καταπιεστική εκστρατεία συλλογής φόρων στο Πιτυός κατά το 1719 που για να στεφθεί με επιτυχία, οι Οθωμανοί φοροεισπράκτορες συνέλαβαν τους δημογέροντες του χωριού και βασάνισαν τους νεότερους. Επίσης αναφέρονται μερικές χρονιές ανομβρίας και ξηρασίας όπως το 1743 και το 1746, με τη δεύτερη χρονιά να καταλήγει σε ένα ξαφνικό καταστροφικό χαλάζι την άνοιξη και να καταστρέφει τις καλλιέργειες. Το 1743 μάλιστα ο Πιτυανός διάκος παρουσιάζει ένα εξωπραγματικό γεγονός που λαμβάνει χώρα και το οποίο κατά πάσα πιθανότητα παραπέμπει σε έκλειψη ηλίου:

«+ 1743 Φεβροαρείου 14 ημέρα πεύτη εφάνισαν τρις ειλιη ω ένας κατά ανατολάς ω ένας βορινά ω άλλος νοτινά κε η διω ηχαν ακτηνες οσους εκηνες οπου εχυ η κερα σελένι εβάσταξαν οραν πολυν κε εχάθισαν» (διατηρήθηκε η πρωτότυπη ορθογραφία του κειμένου)

Τα επόμενα χρόνια μέχρι την σφαγή της Χίου θα περάσουν χωρίς να έχουμε πολλά τεκμήρια για την ιστορία του χωριού, πέρα από το γεγονός της γέννησης το 1785 του Γιώργη Τσοπάνη, του κατοπινού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτη. Ο Γιώργης Τσοπάνης θα ζήσει στο χωριό μέχρι το 1784 όταν και ο πατέρας του θα τον εμπιστευτεί στον ξυλογλύπτη Βισετζή για να εργαστεί μακριά από τη Χίο. Ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα, φαίνεται πως τοποθετείται η οικοδόμηση των δύο μεγάλων εκκλησιών, του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και της γειτονικής Αγίας Παρασκευής που φέρει πινακίδα 1817. Η πρώτη εκ των δύο εκκλησιών θα αντικαταστήσει τον Άγιο Δημήτριο του πύργου ως νέα χωριοεκκλησία.

Στην ίδια περίοδο τοποθετείται και η κατασκευή των τριών ανεμόμυλων που σώζονται ακόμη μέχρι τις μέρες μας, ερειπωμένοι.

Το Πιτυός στη σφαγή της Χίου

Ο πιο σημαντικός μάρτυρας του ρόλου του χωριού στη σφαγή της Χίου, είναι ο ίδιος ο εμπνευστής και εκτελεστής της, ο διοικητής των Οθωμανικών δυνάμεων, Βαχίτ Πασάς (Mehmed Emin Vahid Paşa). Ο φανατικός και θρησκόληπτος μυστικιστής αλεβίτης που άνηκε στο αιρετικό τάγμα των δερβίσηδων «νουσρεγί», διορίστηκε διοικητής της Χίου με το ξέσπασμα της Ελληνικής επανάστασης έχοντας κακή φήμη, ακόμη και ανάμεσα στους Οθωμανούς διοικητές. Γράφει χαρακτηριστικά το 1824 στα απομνημονεύματα του, με τον εύγλωττο πρωτότυπο τίτλο στα Τουρκικά, «Ιστορία των γεγονότων της τιμωρίας της Χίου», πως αφού τελείωσαν με την εκκαθάριση της εξέγερσης των Χιωτών στα πεδινά, στράφηκαν στα ορεινά χωριά:

«… Κάποιο μοναστήρι σ’ αυτά τα χωριά, το οποίο είχε ανυψώσει την Οθωμανική σημαία, κέρδισε τη συγχώρεση και την προστασία. Στη συνέχεια, οι στρατιώτες μας κατευθύνθηκαν προς το χωριό Πιτυός, το οποίο ακουγόταν για τους πιο ξακουστούς επαναστάτες του. Αυτά λοιπόν τα χωριά δεν υποτάχθηκαν, παρά μόνον ύστερα από αιματηρή μάχη, στην οποία φονεύθηκαν βέβαια αρκετοί από τους δικούς μας, από εκείνους όμως δεν έμεινε ίχνος ζωής ούτε περιουσίας και τα ίδια τους τα σπίτια και τα καλύβια τους ακόμη κάηκαν ολοκληρωτικά, αφού οι κάτοικοι τους αποκεφαλίστηκαν» (βλέπε: Τα Συμβάντα στη Χίο το 1822 , Από το Χέρι του Βαχίτ Πασά, εκδ. ΑΛΦΑ ΠΙ, Χίος 2012, σελ 85)

Δεν γνωρίζουμε με ποιον τρόπο οι Πιτυανοί είχαν συμμετέχει στην εξέγερση και θεωρήθηκαν «ξακουστοί επαναστάτες». Ούτε γνωρίζουμε πόσοι ακριβώς σκοτώθηκαν και πόσοι διασώθηκαν έχοντας διαφύγει νωρίτερα. Γνωρίζουμε όμως ποιες ήταν οι απώλειες των Οθωμανών. Σύμφωνα με τον Ι. Χανιώτη στο «Η Χίος το 1822», η αποδελτίωση των Αγγλικών και Γαλλικών εφημερίδων της εποχής δίνει, 2.286 νεκρούς Οθωμανούς στρατιώτες, στην ανατίναξη της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, στον Άγιο Μηνά 50 νεκρούς, στη μάχη της Νέας Μονής 100 νεκρούς και στη μάχη του Πιτυούς 200 νεκρούς Οθωμανούς στρατιώτες. (Χειλάς, σελ 28)

Ο Ι. Γιούργαλης στο βιβλίο του «Η Πισπιλούντα της Χίου», καταγράφοντας μαρτυρίες από διασωθέντες του Πιτυούς που κατέφυγαν προσωρινά προς την Πισπιλούντα, αναφέρει ότι στον Πύργο του Πιτυούς είχαν ταμπουρωθεί και έπεσαν μέχρις ενός, έως και 150 Πιτυανοί. (ο.π.π.). Την αφήγηση ενός εβραίου στρατιώτη που πολέμησε στο πλευρό των Οθωμανών καταγράφει ο Βλαχογιάννης Τ.Α. στο «Χιακό Αρχείο» σελ, 307, ο οποίος επιβεβαιώνει τη μάχη στο Πιτυός και τις σημαντικές απώλειες των Οθωμανών. (ο.π.π.)

Στο Πιτυός φαίνεται πως από όσους δεν έφυγαν εγκαίρως, είτε σκοτώθηκαν όλοι αν επρόκειτο για ενήλικες, όπως οι Ιερομάρτυρες Διάκος Γεώργιος Ψυρικούλης και Παπά Κανάρης. Είτε πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Μικράς Ασίας αν επρόκειτο για παιδιά, όπως τα δύο μικρά αδέρφια ο Γιάννης και η Κυριακή Τσιλίμο, (για αυτές τις περιπτώσεις βλέπε ξεχωριστές ενότητες), και οι αυτές που ονομάστηκαν κατοπινά, γριά Γιούλενα, γριά Καπίρενα και η γριά Ψυρικούλενα που μετά από χρόνια θα ελευθερωθούν και θα επιστρέψουν στο χωριό, όπου και θα διηγηθούν τις ιστορίες τους, που επιβίωσαν από στόμα σε στόμα. (Χειλάς σελ.29) Σε κάθε περίπτωση, η αντίσταση του Πιτυούς, είναι η μοναδική ένοπλη αντίσταση χωριού, που καταγράφεται στα συνολικά γεγονότα της σφαγής της Χίου. Κάτι που υπογραμμίζει ξανά την φυσική οχυρή θέση του χωριού που διαμόρφωσε ένα ξεχωριστό και ανυπότακτο χαρακτήρα κατοίκων, μοναδικό στη Χίο.

Μερικά χρόνια μετά τη σφαγή και αφού στο μεταξύ είχε δοθεί αμνηστία και οι Χιώτες επιστρέφουν πίσω, το 1827 κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης εκστρατείας του Φαβιέρου, το Πιτυός αριθμούσε 55 κατοίκους όπως έδειξε η απογραφή του εκστρατευτικού σώματος για το μοίρασμα τροφίμων. (Χειλάς σελ 31)

Η τελευταία περίοδος της Οθωμανικής κατοχής

Η αναθέρμανση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής στο Πιτυός, λίγα χρόνια μετά την σφαγή της Χίου, υπογραμμίζεται από την επαναφορά της κτηνοτροφίας ως βασικό στοιχείο του οικισμού. Στο βιβλίο του Σγουρού «Ιστορία της Χίου» (1937) σημειώνεται πως το 1842 το σύνολο των Βορειόχωρων θα πληρώσουν ως φόρο στον Ετέμ Πασά «….κρασάδικα, προβατάδικα, χασάπικα, δικαιώματα κεριού, σκαγιών και σιμσαριέ (σσ μεσιτικά), γρόσια 35.351» (Σγουρός 1937)

Τη δεκαετία του 1850 και λίγα χρόνια μετά τον μεγάλο χιονιά και καταστροφικό παγετό του χειμώνα του 1851, η Οθωμανική διοίκηση θα κατασκευάσει τον μέχρι σήμερα σωζόμενο σε αρκετά χιλιόμετρα μήκος και σχετικά καλή κατάσταση, φαρδύ καρόδρομο που συνδέει την πόλη της Χίου με την Βολισσό. Ασφαλώς η διάνοιξη του «Τουρκικού» ή «Οθωμανικού» δρόμου, όπως επικράτησε να λέγεται από τους ντόπιους, σηματοδοτεί μια ραγδαία ανάπτυξη της οικονομικής ζωής της περιοχής. Ο καρόδρομος αυτός, εξυπηρετεί φυσικά και τις ανάγκες ταχύτατης μετακίνησης στρατιωτικών δυνάμεων και ήρθε να αντικαταστήσει το αρχαίο μονοπάτι της Ελληνόστρατας. Σε μερικά σημεία μάλιστα είτε θα το επικαλύψει είτε θα κινηθεί παράλληλα με αυτό, όπως φαίνεται σε αρκετές τοποθεσίες, κυρίως στο δάσος μεταξύ Πιτυούς και Κατάβασης. Ο «Τουρκικός» δρόμος θα είναι η μοναδική οδός στο Πιτυός μέχρι και τη δεκαετία του 1930 όταν ο «σύγχρονος» δρόμος θα τον αντικαταστήσει, υπερκαλύπτοντάς τον με την σειρά του, ή ακολουθώντας παράλληλη πορεία με αυτόν.

Το 1863 θα φτιαχτεί στην άκρη του χωριού που διαρκώς επεκτείνονταν οικιστικά, η εκκλησία της Παναγιάς Φανερωμένης και το νέο νεκροταφείο που θα αντικαταστήσει το παλιό της Αγίας Παρασκευής. Στην απογραφή του 1866 όπως παραθέτει ο Χειλάς από το Τοπογραφία Α. Καραβά, το Πιτυός αριθμεί 66 οικογένειες ενώ μερικά χρόνια αργότερα αριθμεί 80 οικογένειες (Ν. Μουγέρη, Πατριδογραφία: η Νήσος Χίος, 1880). Αυτό σημαίνει τουλάχιστον 200 έως 300 μόνιμους κάτοικους. Ο σεισμός του 1881 που ήταν καταστροφικός για τη Νότια Χίο και για την πόλη της Χίου δεν φαίνεται να επηρεάζει το Πιτυός ιδιαίτερα.

Την δεκαετία αυτή φαίνεται πως χτίζονται και τα παρελκόμενα νοτίως, προς την Παναγιά Φανερωμένη κτίρια, ως βοηθητικοί χώροι, στάβλοι κλπ Λίγο μετά, αρχίζει να εμφανίζεται και ένα πρώτο κύμα μεταναστών που φεύγουν από το χωριό αναζητώντας μια καλύτερη τύχη αλλού. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τους Πιτυανούς που θα εκμεταλλευτούν τις καλές διασυνδέσεις της τοπικής εκκλησίας με το Φανάρι και θα φύγουν για την Κωνσταντινούπολη αφού χειροτονηθούν ιερείς (βλέπε σχετικά σε ξεχωριστή ενότητα).


Cristoforo Buondelmonti engraving 1415

Μεσαίωνας

Οι Βυζαντινοί Μεσαιωνικοί αιώνες είναι μια πολύ ταραγμένη περίοδος, κατά την οποία το νησί της Χίου θα δεχτεί πάνω από 15 μικρές ή μεγάλες επιδρομές. Άραβες, Ενετοί, Σελτζούκοι, Καταλανοί, Φράγκοι, Σαρακηνοί, Ιππότες της Μάλτας, ξανά οι Βυζαντινοί, και στο τέλος Γενοβέζοι και Οθωμανοί, θα επιδράμουν ο ένας μετά τον άλλον και το νησί θα αλλάξει χέρια πολλές φορές. Δείγμα και αυτό της στρατηγικά δεσπόζουσας θέσης του, στη καρδιά του Αιγαίου και της πλούσιας παραγωγής του.

Ωστόσο, όλες αυτές οι επιδρομές όπως είναι φυσικό θα καταστρέψουν και θα ερημώσουν πολλές φορές τις πόλεις και τα χωριά. Ο λόφος πάνω στον οποίο βρίσκεται το σημερινό Πιτυός γειτνιάζοντας με τον στρατηγικής σημασίας λιμένα του Δελφινίου και ελέγχοντας την μοναδική οδό που οδηγεί από τα βορειο-ανατολικά προς τα νοτιοδυτικά του νησιού, έχει μια εξαιρετικά επίκαιρη θέση. Η ανάγκη οχύρωσης είναι πλέον ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Βυζάντιο

Έτσι λοιπόν, την περιοχή του σημερινού Πιτυός, όταν τη Χίο θα ανακτήσουν προσωρινά οι Βυζαντινοί, στο Κύκνειο Άσμα της Ύστερης Βυζαντινής Παλαιολόγειας περιόδου, θα χτιστεί ένα κάστρο στη θέση του σημερινού, το οποίο αρχικά ήταν ξύλινο και χαμηλότερο. Το κάστρο εμφανίζεται στο χρυσόβουλο του Μιχαήλ Παλαιολόγου του Η’ του 1259 μχ πράγμα που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να είναι και προγενέστερο.

Στην ίδια εποχή (13ος αιώνας) η Αρχαιολογία ανάγει και την παρακείμενη στο κάστρο εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (της οποίας σώζεται ακόμη τμήμα της τοιχογραφίας των Ύστερων Βυζαντινών Παλαιολόγειων χρόνων), αλλά ενδεχομένως και η – δυστυχώς -κατεστραμμένη στον σεισμό του 1949, εκκλησία της Παναγίας της Σπηλιωτίνας που ήταν πιστό αντίγραφο της Νέας Μονής Χίου που ως γνωστόν κτίστηκε κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα.

Σε κοντινή με τον σημερινό οικισμό περιοχή, πλησίον της Παναγίας Θεοτοκίνας, που σώζονται ερείπια αρχαιότερου οικισμού, πριν μερικές δεκαετίες ο χωριανός Δημήτρης Ζυγλής (ή Καρύδας) βρήκε μια ποσότητα βυζαντινών νομισμάτων. Η περιοχή αυτή εξάλλου εμφανίζεται στο χρυσόβουλο του Μιχαήλ Παλαιολόγου ως Αρογεύτου (Αγιουρευτιάς Θεοτοκίνας στην Πιτυανή ντοπιολαλιά). Εκεί αναφέρεται ως περιοχή στην οποία η Νέα Μονή Χίου έχει 100 οργιές καλλιεργήσιμης γης.

Στην παρακείμενη πλαγιά κοντά στον δρόμο για τα Καρδάμυλα, σε μια περιοχή γεμάτη χαλικουργιές, πριν από δεκαετίες ο χωριανός Δημητρός Καζήλας, βρήκε έναν μεταλλικό Βυζαντινό σταυρό.

Προς διερεύνηση για την Βυζαντινή περίοδο είναι το τοπωνύμιο «Γαλάτικα». Αφορά άραγε κτήματα που άνηκαν στους Βυζαντινούς άρχοντες Γαλάτηδες που εμφανίζονται στην Σμύρνη τον 11ο αιώνα; Ή ίσως τους απογόνους τους που θα έρθουν στη Χίο αργότερα επί Τουρκοκρατίας κατά τον 17ο αιώνα; (βλέπε Βασίλη Αγιαννίδη, Οι Γαλάτες, Απλωταριά 2014, https://www.aplotaria.gr/galates-agiannidis/).

Άλλο τοπωνύμιο προς διερεύνηση για τη Βυζαντινή περίοδο, είναι τα ερείπια στον βοσκότοπο του Αίπους που ονομάζεται Ανδρόλακκος ή Ανδρώνακτος. Ο Ανδρώνακτος ήταν Βυζαντινός άρχοντας της Χίου και η ομώνυμη τοποθεσία στα όρια των βοσκοτόπων του Πιτυούς και του Ανάβατου, υποδηλώνει πως πρέπει να είχε κτήματα στην περιοχή.

Μια σειρά από οικογενειακά επίθετα στο Πιτυός έχουν Βυζαντινή ρίζα: Κριτούλης, Μαυριάνος, Στάσης, Χάβιαρος, Χειλάς, Χλωρός, Χουλιάρης κλπ

Γενουοκρατία

Οι Γενοβέζοι θα πάρουν το νησί από τους Βυζαντινούς το 1346 μχ και θα το κρατήσουν για 220 χρόνια. Το πρώτο πράγμα που θα κάνουν είναι να οργανώσουν την οικονομία και παραγωγή του νησιού, χωρίζοντας το σε ζώνες μονοκαλλιέργειας και αποθήκευσης προϊόντων, ζωτικών για την οικονομία της αποικιακής συνεταιριστικής διοίκησης, της περίφημης Μαόνας.

Αντιλαμβάνονται την φυσική οχυρή θέση του Πιτυούς και το επιλέγουν για να το κάνουν πρωτεύουσα του «θέματος» του τερεβινθέλαιου. Του λαδιού από την επεξεργασία της ρετσίνας δηλαδή, που βγάζει το δέντρο της τσικουδιάς ή τερέβινθου. Αυτό το λάδι, κατάλληλα ραφιναρισμένο, χρησιμοποιήθηκε στα καρνάγια συντήρησης των Γενοβέζικων πλοίων και στις στέγες των σπιτιών, ως φυσικό αδιαβροχοποιητικό υλικό. Για την παρασκευή του ελαίου θα φτιάξουν στο Πιτυός ένα μεγάλο, για τα δεδομένα της εποχής, εργαστήριο με 22 εργάτες.

Τότε είναι που θα πάρουν το παλιό Βυζαντινό κάστρο και θα το μετατρέψουν στον σημερινό πύργο, με σκοπό να δημιουργήσουν στο κάτω ισόγειο επίπεδο, μια μεγάλη δεξαμενή αποθήκευσης του πολύτιμου προϊόντος.

Για την οργάνωση της παραγωγής και για την ενίσχυση της οχύρωσης, θα συγκεντρώσουν τους διάσπαρτους οικισμούς στον σημερινό και θα τοποθετήσουν μόνιμη στρατιωτική φρουρά. Στις ανασκαφές της αναστήλωσης του κάστρου στις αρχές του 21ου αιώνα, οι αρχαιολόγοι βρήκαν σημαντικά ευρήματα, όπως νομίσματα Βυζαντινά, καθώς επίσης και από τη Νάπολη της Ιταλίας και τη Βαλένθια της Ισπανίας των 14ου-15ου αιώνα καθώς επίσης και σφραγίδες, και αντικείμενα καθημερινής χρήσης.

Οι χωρικοί κλήθηκαν να κατοικήσουν στο χωριό σε συνθήκες σχεδόν αποκλειστικής και υποχρεωτικής μονοκαλλιέργειας της τερεβινθιάς και επεξεργασίας για παραγωγή του τερεβινθέλαιου – την οποία με αυστηρούς και δρακόντειους νόμους έπρεπε να παραδίδουν στη Μαόνα. Τους επιτράπηκε να διατηρήσουν μόνο μικρές καλλιέργειες οικιακής χρήσης για τα προς το ζην.

Η συνοικία του Κάστρου που ξεκινούσε από τον πύργο και έφτανε μέχρι τη σημερινή παλιά πλατεία της Απλάδας, περικλείονταν από την εξωτερική οχύρωση του Καστρότοιχου (υπολείμματα του σώζονται ακόμη σε μερικά σημεία του χωριού).

Έτσι λοιπόν, το Πιτυός σε αυτή την θέση, είναι συνάθροιση συνολικά τουλάχιστον 13 μικρότερων οικισμών, γεγονός που συναντάμε και σε άλλα κεφαλοχώρια της Χίου, όπως το Πυργί, τα Μεστά ή τα Καρδάμυλα. Κατά τον Γ. Ζολώτα τα χωρίδια αυτά ήταν ο Ταξιάρχης, ο Άη Γιάννης, ο Άη Σίδερος, ο Άη Δημήτρης, η Σκάφη, τα Βρυσίδια, το Φαρδύ Πηγάδι, η Θεοτοκίνα, τα Γεμέλλικα, του Κρητικού, το Φλώρι , το Λημόκαστρο και τα Πυρομάχια. Σημειώνονται επίσης μεγαλύτεροι ή μικρότεροι οικισμοί στα Σπάρτινα, στα Εκκλησίδια, στα Άρια, στη Σκάφη (Παλαιόπυργος).

Οι μικροί αυτοί οικισμοί υποδηλώνουν μεσαιωνικές εγκαταστάσεις δουλοπαροίκων ή παροίκων, ουσιαστικά ήταν μετόχια, για αυτό και στα περισσότερα από αυτά απέμεινε το όνομα της Εκκλησίας που διέθεταν.

Ειδικότερα η Θεοτοκίνα (προερχόμενη ονομασία από το μεσαιωνικό επώνυμο Θεοτόκης) βρίσκεται προς την κατεύθυνση των Καρδαμύλων. Τα Γεμέλλικα σχετίζονται ιστορικά με τον οίκο των Γεμέλλων, οι οποίοι αρχικά εντοπίζονται στα Κοίλα και αργότερα μετακινούνται προς τα Καρδάμυλα και το Βροντάδο, απόγονοι των οποίων υπάρχουν ακόμα και σήμερα εκεί.

Ο οικισμός του Κρητικού προδίδει, κατά τους Πιτυανούς, κρητική μεσαιωνική εγκατάσταση, από όπου προήλθε και ο Κρητικόλακκος, ονομασία περιοχής κοντά στο Πιτυός. Τα Πυρομάχια βρίσκονταν μεταξύ Ψείρας και Ανδρώνακτος, προς τον Άγιο Σίδερο, όπου εντοπίστηκαν ερείπια οικημάτων και εκκλησίας.

Επιπρόσθετα, η τοποθεσία Μαρτίνος, κοντά στο χωριό παραπέμπει στον Λατίνο ηγεμόνα της Χίου, Μαρτίνο της οικογένειας Ζακαρία (κυβέρνησε το νησί την περίοδο 1314-1329 μχ πριν οι Λατίνοι Σταυροφόροι εκδιωχθούν προσωρινά από τους Βυζαντινούς)

Τέλος το Φαρδύ Πηγάδι θεωρείται το κυριότερο από τα παλιά χωριά του τόπου, του οποίου τους τελευταίους ερειπωμενους συνοικισμούς πρόφτασαν όσοι έζησαν κατά τον 19ο αιώνα και φαίνεται πως ίσως ήταν ο τελευταίος που εγκαταλείφθηκε πριν οι κάτοικοι του εγκατασταθούν στο Πιτυός. Μάλιστα όσοι Πιτυανοί κατάγονταν από εκεί μέχρι και πριν κάποιες δεκαετίες ονομάζονταν Φαδρυπηγαδούσοι.

Στην Γενουατική ιστορία του χωριού, ξεχωριστή θέση έχει ασφαλώς όχι μόνο η στυγνή οικονομική αποικιακή εκμετάλλευση του πλούτου και του μόχθου των χωρικών, αλλά και η πίεση προσηλυτισμού υπέρ της Καθολικής εκκλησίας. Ειδικά την πρώτη περίοδο της Γενουοκρατίας, όταν ακόμη η Κωνσταντινούπολη συνεχίζει να παραμένει Βυζαντινή και οι άρχοντες του τόπου και της Ορθόδοξης εκκλησίας προβληματίζονται για να επιλέξουν είτε την ένωση με την Παπική εξουσία («ενωτικοί») με σκοπό την συνδρομή των Σταυροφόρων και της Δύσης, είτε τον διαχωρισμό και την σχεδόν βέβαια υποταγή στους Οθωμανούς που έρχονται απειλητικά στην περιοχή («ανθενωτικοί»).

Τα περιστατικά του λεγόμενου θαύματος της Αγίας Παρασκευής στη Χίο, με τη μεγάλη πλημμύρα του 1432 μχ που επηρέασε και το Πιτυός, στο οποίο σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση υπήρξαν δεκάδες νεκροί χωριανοί και εκατοντάδες πνιγμένα αιγοπρόβατα στον Μάκελο, ίσως να σχετίζεται με τη διαμάχη στους κόλπους της εκκλησίας ανάμεσα σε αυτές τις δύο πτέρυγες.

Στην ίδια εποχή περίπου, o Φλωρεντίνος Φραγκισκανός καλόγερος, γεωγράφος και περιηγητής Cristoforo Buondelmonti , θα αποτυπώσει το Πιτυός στον χάρτη της Χίου που θα σχεδιάσει μετά από ταξίδι του στα νησιά του Αιγαίου και θα το παραθέσει στο έργο του Liber insularum Archipelagi (Βιβλίο περί των νήσων του Αρχιπελάγους) του 1420.

Μια σειρά επίθετα οικογενειών του Πιτυούς, ανάγονται στα χρόνια των Σταυροφόρων και της Γενουοκρατίας, όπως Βέργος, Μπερέτας, Φράγκος, Φέκος, Φέτης κ.λπ. Ενώ τα διαδεδομένα Γιαννόμωρος και Παπαμώρος, είναι συνθετικά του Λατινικού “moro” που σημαίνει «μελαμψός».


remains of old mill

Αρχαιότητα

Όλο το οροπέδιο του Αίπους αλλά και το δάσος προς τα δυτικά του χωριού έχει εκατοντάδες διάσπαρτες αγροτοποιμενικές εγκαταστάσεις με στοιχεία που παραπέμπουν στους Βυζαντινούς, Ρωμαϊκούς, Ελληνιστικούς, Αρχαίους ή ακόμη και προ-Ελληνικούς χρόνους.

Το ίδιο το όνομα Πιτυός, έλκει την καταγωγή του από το αρχαίο Ιωνικό «Πίτυς» που σημαίνει πεύκο. Με το όνομα Πίτυς, καταγράφεται στην βιογραφία του Ομήρου από τον Ψευδοηρόδοτο, το πέρασμα από το χωριό του σπουδαίου αρχαίου ποιητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή του Αρχαίου Ελληνικού εποικισμού στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο, δύο ακόμη τοποθεσίες θα ονομαστούν κατά τον ίδιο τρόπο. Η μια τοποθεσία, είναι οι πασίγνωστες στις μέρες μας, κοσμοπολίτικες νήσοι Ίμπιζα και Φορμεντέρα, οι Αρχαίες «Πιτυούσες νήσοι», στις Βαλεαρίδες της Ισπανίας. Η άλλη, είναι η λιγότερο γνωστή παραθαλάσσια κωμόπολη, που στις μέρες μας ονομάζεται Πιτσούντα στις ακτές της Ταυρικής Κολχίδας, στην Αμπχαζία της Γεωργίας, το αρχαίο «Πιτυός» του Πόντου. Και οι δυο αυτές αρχαίες αποικίες – η πρώτη των Ιώνων και η δεύτερη των Μιλήτιων – φαίνεται πως ιδρύονται τον 8ο και τον 5ο πχ αιώνα και ονομάζονταν με το ίδιο όνομα, όπως το Πιτυός.

Ο ιστορικός Ζολώτας, αποδίδει στην ευρύτερη περιοχή του Πιτυούς της Χίου, μια σειρά από χώρους με έντονο αρχαιολογικό ενδιαφέρον οι οποίοι ακόμη και μέχρι τις μέρες μας, πάνω από έναν αιώνα μετά την καταγραφή τους από τον Ζολώτα, δεν έχουν ερευνηθεί καθόλου εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Έτσι σύμφωνα με τον Α Τόμο της Τοπογραφίας του, έχουν βρεθεί στη θέση Άρια λαξευτά πέτρινα φρεάτια που παραπέμπουν στους πρώτους κατοίκους της Χίου τους Πελασγούς, δηλαδή περί το 2000 πχ και πάντως πριν τον Ιωνικό εποικισμό της Χίου κατά τον 11ο πχ αιώνα. Ομοίως το ίδιο σημειώνεται και για το Ρημόκαστρο (ή Λημόκαστρο, ή Ελληνόκαστρο) δίπλα από τον αρχαίο αγροτοποιμενικό οικισμό των Σπάρτινων. Το Ρημόκαστρο  και τα Σπάρτινα εξάλλου είναι και τα μοναδικά σημεία, που στις αρχές της  δεκαετίας του 80 έλαβαν την προσοχή της Γερμανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας που μαζί με την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία έκαναν τις μοναδικές στο Αίπος, μη επιφανειακές έρευνες με ανασκαφή, οι οποίες πιστοποιούν την μακροχρόνια ιστορία της περιοχής, ακόμη και πριν την κλασική αρχαιότητα.

Η απόβαση των δυνάμεων του τυράννου της Μιλήτου, Ιστιαίου, και η άλωση της Χίου κατά το 494 π.Χ., βάζει στο κάδρο της αρχαίας ιστορίας, περιοχές μεταξύ Δελφινίου και σημερινού Πιτυούς, στις θέσεις Κοίλα και Παλαιόπυργος Σκάφης με μεγάλα και σημαντικά οχυρωματικά έργα. Αυτά όπως έδειξε και πρόσφατη μελέτη της Αρχαιολόγου Δέσποινας Τσαρδάκα είναι σχεδόν σίγουρο ότι χρησιμοποιήθηκαν και αργότερα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, την αποστασία της Χίου από την Αθηναϊκή Συμμαχία και την αποτυχημένη εισβολή των Αθηναίων στο νησί από το Δελφίνι. Είναι πολύ πιθανόν, σε αυτά τα γεγονότα να οφείλονται και οι εξεγέρσεις των δούλων.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Ζολώτας:

«…Ούτως έχομεν εις το Πιτυός, αρχαία λείψανα κτιρίων εις τα θέσεις Φαρδύ Πηγάδιν, Δάμαλον, Αγιάννικα, ένθα ο λεγόμενος Ελληνότοιχος, τείχος μακρόν από της λεγομένης Καμένης Φρίζας μέχρι του Αμπελόβουνου, εφ’ ου και δεξαμενή…. Εις Άντυκαν (Έντυκαν) και χαλικουργιάν υπάρχουσι λείψαντα κτιρίου εκ μεγάλων τετραγώνων λίθων, ων οι πολλοί μεταφέρθησαν προς οικοδομήν της χωριοεκκλησίας. Είς Μύτακαν, θέσιν προς Κοίλα, ευρέθησαν λίθοι μεγάλοι ελαιοτριβείου και άλλα ερείπια εξ’ ων οικοδομήθηκαν κατά το πλείστον αυτόθι, Πύργοι άλλοτε. Εις Βαμβακιαίς (ΣΣ προς τα σύνορα με τον βοσκότοπο του Ανάβατου) φαίνονται πολλά χωράφια επιπεδωτά και φρέατα παλαιά, ερείπια οικημάτων δηλούντα την ύπαρξιν παλαιού συνοικισμού, ην ενισχύουσι διάφορα παλαιά σποράδην ερείπια. Άξια παρατηρήσεως αυτόθι είναι η ομαλωτί πεδιάς η καλουμένη Βαμβακιαίς. Εις τον Περδικόβουνον θέσιν Κρητικού υπάρχουσι ερείπια παλαιών κτισμάτων παρ’ ά ευρέθει άλλοτε κεφαλή της γυναικός μαρμάρινη ην έθραυσεν ο ευρών ποιμήν.»

Ο Ζολώτας επίσης σημειώνει την εύρεση αρχαίων ληνών κρασιού στην τοποθεσία που έδωσε το όνομα «Ληνοί». Ενώ σημειώνει και την εύρεση σημαντικής ποσότητας 50 αργυρών και 175 χάλκινων νομισμάτων και κτερισμάτων σε τάφους που βρέθηκαν στη Μαχαιρόπετρα του Όρους, πάνω από το σημερινό Πιτυός. Αυτή η ανακάλυψη πιθανόν έγινε κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας χωρίς να τηρηθεί κάποιο ιστορικό ή αρχείο, καθώς στη νομισματική συλλογή του Μουσείου του Βερολίνου εκτίθενται μερικά από αυτά, όπως σημειώνει το Νομισματολογικό περιοδικό του μουσείου στο INDEX No 1117, αναφέροντας πως ανευρέθηκαν το 1885 και είναι κοπής 334-332 π.Χ.! (βλέπε εφημερίδα «Χιακός Λαός» 16/5/1984 και Χειλάς, σελ 23-25)

Δεν είναι χωρίς λόγο λοιπόν οι μύθοι του Όμηρου και του Δρίμακα, του 8ου και 4ου πχ αιώνα αντίστοιχα, καθώς μαρτυρούν και τα πολλά διάσπαρτα τοπωνύμια. Γνωρίζουμε επίσης, πως στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Χίου, δραστηριοποιήθηκαν κατά τον 6ο και 5ο πχ αιώνα οι Χιώτες ραψωδοί συνεχιστές και διασώστες των Ομηρικών Επών, οι Ομηρίδες.

Πολύ σημαντική για την τεκμηρίωση της Αρχαίας Ιστορίας του χωριού είναι και η ύπαρξη της Ελληνόστρατας. Του αρχαίου μονοπατιού που ξεκινάει από το ύψωμα πάνω από το Μυρσινίδι στο Βροντάδο και διακλαδώνεται στο Αίπος στην περιοχή της Φουντάνας.  Από εκεί, ένας κλάδος πηγαίνει προς βορά, στα χωριά Συκιάδα – Λαγκάδα και από εκεί, οδηγεί προς τη Κυδιάντα και τα Κοίλα μέχρι το Πιτυός. Ένας άλλος κλάδος έρχεται από το Αίπος προς το Φλώρι και από εκεί διακλαδώνεται εκ νέου. Ο νότιος δρόμος οδηγεί προς Ανάβατο και κεντρική Χίο. Ο δυτικός μέσα από το δάσος οδηγεί προς την Κατάβαση και τη Βολισσό. Οι ντόπιοι το ονομάζουν «το μονοπάτι του Ομήρου» και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν η μοναδική οδός επικοινωνίας, καθιστώντας την περιοχή του Πιτυός «κόμβο» επικοινωνίας της Βόρειας Χίου. Η λέξη «Ελληνόστρατα» (όπως και ο «Ελληνότοιχος») είναι μάλλον Βυζαντινής προέλευσης. Με το σύνθετο «Ελληνο-» οι Χριστιανοί του Βυζαντίου, αναφέρονταν σε έργα ή οικοδομήματα αρχαίας Ελληνικής καταγωγής. Τότε που η έννοια «Έλληνας» ήταν ταυτόσημη του «Εθνικός» και προσδιόριζε τους Αρχαίους Έλληνες ειδωλολάτρες 12θεϊστές.

Για την ύστερη αρχαιότητα, τους ελληνιστικούς χρόνους, την Ρώμη και τα πρώτα βυζαντινά χρόνια δεν έχουμε ακόμη ευρήματα, καθώς δεν έχουν γίνει εμπεριστατωμένες αρχαιολογικές έρευνες, πέρα από το γεγονός ότι πολλές από τις εκατοντάδες ξερολιθιές του Αίπους φαίνεται πως ανάγονται σε αυτά τα χρόνια, ενώ το Ρημόκαστρο φέρεται να λειτουργούσε ως μόνιμη οχυρωματική θέση μέχρι και τους πρώτους Βυζαντινούς αιώνες.