Όσιοι εθνομάρτυρες Διάκος Γεώργιος Ψυρικούλης και Παπά Κανάρης
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τους δύο ιερείς που υπηρετούσαν στο Πιτυός κατά τη διάρκεια της σφαγής της Χίου, πέρα από το μαρτυρικό τους τέλος.
Σύμφωνα με τον Χιώτη ερευνητή και αγιογράφο, Μάρκο Τσαπλάκο που φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Χιοπολίτη – ανάμεσα τους και τις τοιχογραφίες των δύο Οσίων που στέκονται δεξιά και αριστερά της αναδυόμενης Θεοτόκο – ο Διάκος Γεώργιος Ψυρικούλης, κυνηγήθηκε από τους στρατιώτες του Βαχίτ Πασά στα ορεινά βοσκοτόπια, όντας τσοπάνης και ο ίδιος. Εκεί μπήκε μέσα σε ένα χαμηλό πέτρινο μαντρί για να κρυφτεί αλλά εντοπίστηκε. Όταν οι στρατιώτες επιχείρησαν να μπουν μέσα στο μαντρί, αυτός σηκώθηκε όρθιος και σαν τον Σαμψών τίναξε ψηλά τη πέτρινη στέγη που ήταν ξερολιθιά και αυτή έπεσε και τους καταπλάκωσε όλους. Όταν ο Ψυρικούλης κατάφερε να απεγκλωβιστεί από τα χαλάσματα και επιχείρησε να διαφύγει, τον πυροβόλησαν άλλοι στρατιώτες που καραδοκούσαν απ’ έξω.
Ο παπά Κανάρης, που κατά πάσα πιθανότητα κατάγονταν από τα Ψαρά όπως μαρτυρά το επώνυμο του, πιάστηκε μαζί με τους εγκλωβισμένους στον πύργο του Πιτυούς, χωριανούς. Διατάχθηκε να φτιάξει μόνος του τη θηλιά της κρεμάλας του και κρεμάστηκε στον Μάκελο. Για αυτό και η τοιχογραφία του, τον δείχνει να βαστάει μια θηλιά.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αναγνώρισε τους δύο Πιτυανούς ιερείς ως Όσιους και με ειδικές εγκυκλίους τους κατέταξε στα Αγιολογικά Δελτία μαζί με δεκάδες ακόμη νεομάρτυρες ιερείς που εξοντώθηκαν κατά τη σφαγή της Χίου. (βλέπε Εγκύκλιος Ιεράς Συνόδου Νο. 3047, 19 Ιουλίου 2021)
Μητροπολίτης Ναζαρέτ Κλεόπας κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κοικυλίδης
Γεννήθηκε στο Πιτυός το 1866. Χειροτονήθηκε διάκος στη Μονή Μουνδών. Σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα και στην Ιερουσαλήμ και έγινε αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Διετέλεσε βιβλιοθηκάριος στον Πανάγιο Τάφο και μελέτησε αρχαία χειρόγραφα, καταρτίζοντας κατάλογο των Συριακών. Μετέφρασε τη μελέτη του Γάλλου μοναχού Βαϊλέ, Τα Μοναστήρια της Παλαιστίνης. Σε συνεργασία με τον Ιωάννη Φωκυλίδη, έγραψε το έργο Οδοιπορικά της Αγίας Γης.
Τον Σεπτέμβριο του 1921 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Διοκαισάρειας Παλαιστίνης, η οποία είναι η αρχαιοελληνική πόλη Σαπφωρίς, δηλαδή το σημερινό Τζαπορί στα Εβραϊκά ή Σαφορίγια στα Αραβικά, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Ναζαρέτ. Ένα χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1922 θα γίνει Μητροπολίτης Ναζαρέτ. Απεβίωσε το 1929. Ήταν ο πρώτος από μια σειρά ιερείς που γεννήθηκαν στο Πιτυός και αναρριχήθηκαν ψηλά στους κόλπους της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. (για το συγγραφικό του έργο βλέπε τη βάση δεδομένων του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: https://search.lib.auth.gr/Author/Home?author=%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CF%85%CE%BB%CE%B9%CC%81%CE%B4%CE%B7%CF%82%2C+%CE%9A%CE%BB%CE%B5%CE%BF%CC%81%CF%80%CE%B1%CF%82+%CE%9C)
Δέσποτας Γρηγόριος, κατά κόσμον Γρηγόριος Σπανούδης
Γεννήθηκε στο Πιτυός το 1867. Χειροτονήθηκε διάκος το 1898 και υπηρέτησε για δύο χρόνια ως Αρχιδιάκος υπό τον Μητροπολίτη Χίου Κωνσταντίνο. Σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα στο ΕΚΠΑ και το 1904 αναγορεύτηκε σε διδάκτορας.
Ο επίσκοπος Δεληγιάννης τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη όπου και χειροτονήθηκε ιερέας και τέθηκε Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννη των Χίων. Αργότερα υπηρέτησε ως εφημέριος στον Πατριαρχικό Ναό του Φαναρίου. Θα αναλάβει παράλληλα καθήκοντα καθηγητή Θρησκευτικών στο Ελληνορθόδοξο Εκπαιδευτήριο του Γαλατά.
Το 1926 ο Μητροπολίτης Χίου Ιερώνυμος Γοργίας θα τον ζητήσει για να επιστρέψει στη Χίο και να υπηρετήσει ως βοηθό του και έτσι θα χειροτονηθεί Επίσκοπος Μητροπόλεως Χίου, θέση που θα διατηρήσει μέχρι τον θάνατο του, τον Ιούνιο του 1937.
Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη Χίο, θα επισκεφτεί πολλές φορές το Πιτυός και θα κάνει μια μεγάλη δωρεά προς το σχολικό κτίριο, χρηματοδοτώντας την πέτρινη σκάλα με το χαρακτηριστικό μαύρο και κόκκινο μάρμαρο της. Εξάλλου το ίδιο το οικόπεδο εντός του οποίου, είχε ανεγερθεί το κτίριο του σχολείου το 1925, ήταν δωρεά της οικογένειας Σπανούδη. (Χειλάς, σελ 183)
Ο πρώτος Μητροπολίτης Ιωαννουπόλεως (Γιοχάνεσμπουργκ) Ισίδωρος, κατά κόσμον Ισίδωρος Γεωργιάδης ή Γεώργος
Γεννήθηκε στο Πιτυός την χρονιά του μεγάλου σεισμού το 1881. Οι γονείς του ονομάζονταν Μιχάλης Γεωργιάδης/Γεώργος και Μαριγώ και ήταν αγρότες.
Ο Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου, Γεώργιος Κ. Λιαδής, συνδέει την οικογένεια Γεωργιάδη ή Γεώργου του Πιτυούς, με τον σπουδαίο πρόγονο της, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο από τα Καρδάμυλα (1750-1821). Εξάλλου το όνομα Γεωργιάδης ή Γεώργος έχει πλέον εξαφανιστεί από τα Καρδάμυλα αλλά επιβιώνει στο Πιτυός. (βλέπε Γεωργίου Κ. Λιαδή, Ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος, σελ. 12-13, Χίος 1999).
Με τη βοήθεια του συγχωριανού του, Μητροπολίτη Κλεόπα, θα ενταχθεί στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα και κατόπιν στην Αγιοταφική αδελφότητα αρχικά ως διάκος το 1903. Έγινε κατά σειρά Αρχιμανδρίτης, Δ/ντης της Αστικής Σχολής Ιεροσολύμων και Γενικός Επόπτης των Σχολών του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Στην Αλεξάνδρεια τοποθετήθηκε από τον Πατριάρχη εφημέριος του Ναού του Αγίου Σάββα και πάρεδρος δικαστής του Εκκλησιαστικού δικαίου.
Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας του εμπιστεύτηκε μερικές από τις πλέον δύσκολες αποστολές, διορίζοντας τον πρώτα ως Έξαρχο Αβησσυνίας το 1923 και κατόπιν ως εφημέριο στην Νότια Αφρική.
Το 1928 θα αναλάβει ως Επίσκοπος την νεοϊδρυθείσα Μητρόπολη Ιωαννουπόλεως (Γιοχάνεσμπουργκ) στην οποία θα παραμείνει μέχρι και τον πρόωρο θάνατο του από ασθένεια το 1938 σε ηλικία 57 ετών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί, διακρίθηκε ιδιαίτερα για την οργάνωση της νέας εκκλησίας ανάμεσα στους Έλληνες μετανάστες της χώρας, κάνοντας παράλληλα μαθήματα στην Ελληνική γλώσσα και προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις πολύ πιο οργανωμένες και πλούσιες ιεραποστολές των Καθολικών και των Προτεσταντών (βλέπε Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Μακάριου, Η Ίδρυση της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννουπόλεως και ο πρώτος Μητροπολίτης Ισίδωρος 1928-1938, Ο εφημέριος τεύχος 17, Αθήνα 1998, σελ 260-262).
Σύμφωνα με τον Χειλά, δύο φορές, επισκέφτηκε το Πιτυός, το 1922 και το 1936 – τη δεύτερη όντας ήδη Μητροπολίτης – και βλέποντας την φτώχεια που επικρατούσε, στη διαθήκη του, δώρισε το ποσό των 1.000 χρυσών λιρών σαν κληροδότημα για το σχολείο του χωριού και για να δοθεί ως υποτροφία σε Πιτυανούς μαθητές. (Χειλάς, σελ 182).
Η ανάμνηση της δεύτερης επίσκεψης του στο Πιτυός έχει καταγραφεί στις διηγήσεις του Γιάννη Γιαννόμωρου (1865-1960) τη δεκαετία του 50 όπως τις κατέγραψε ο εγγονός του, Πιτυανός δικηγόρος Αντώνης Χλωρός:
«…Το Δεσπότη Ισίδωρο τον γνώριζα από τα μικράτα μου χρόνια. Ήμουν γύρω στα 12- 15 χρόνια πιο μεγάλος. Οι γονείς μου είχαν συγγένεια και σχέσεις με τους γονιούς του. Ο Γιάννης αγαπούσε τα γράμματα και ασχολιόταν από μικρό παιδί με το ιερό της εκκλησίας και το ψαλτήρι. Φαινότανε ότι μια μέρα θα φτάσει ψηλά. Έφυγε για τους Άγιους Τόπους, σπούδασε και έγινε Δεσπότης. Θυμούμαι όταν ήλθε στο Πιτυός, για να δει τους δικούς του, ήτανε πια σπουδαίος και γνωστός Δεσπότης στον κόσμο. Όταν έφτασε στο χωριό είχαμε στρώσει μερσινιές στο δρόμο και στην μέσα πλατεία και κτυπούσε η καμπάνα για τον ερχομό του. Έφθασε στην απλάδα. Είχαμε μαζευτεί οι χωριανοί να τον υποδεχθούμε. Ήτανε καλοκαίρι, μόλις είχε τελειώσει το θέρος. Με δάκρυα στα μάτια ευλόγησε τους συγκεντρωμένους, φίλησε τους δικούς του και είδε ανάμεσα στους συγχωριανούς, τον γέρο Φυτούση. Τον πλησίασε, έσκυψε, έκαμε μετάνοια μπροστά του και δακρυσμένος πήρε το χέρι του γέρου και με σέβας μεγάλο το φίλησε. Ήταν ο παιρής του (νονός του), τον είχε βαπτίσει πριν από καμιά πενηνταπενταριά χρόνια. Η μετάνοιά του μεγάλου Δεσπότη μπροστά στον αγράμματο φτωχοντυμένο γέρο, δείχνει τη μεγαλοσύνη του. Φαίνεται πόσο σπουδαίος ήτανε και από το ότι άφησε όλες τις οικονομίες του για να σπουδάζουν παιδιά από το χωριό μας. Θυμούμαι ότι, όσες μέρες έμεινε στο Πιτυός, πήγαινε με ένα βιβλίο στη μασχάλη, στα ξωκλήσια και πιο συχνά στην Παναγιά τη Σπηλιωτίνα, καθόταν πολλές ώρες, διάβαζε και προσευχόταν. Μια μέρα ήλθε να προσκυνήσει στον Άγιο Μάρκο και τον Προφήτη Ηλία και πέρασε από κει που είχα τις μέλισσές. Κάθισε να με δει και να μιλήσουμε. Τον τράταρα ένα κομματάκι πιτόμελο και του το έδωκα πάνω σε ένα συκόφυλλο. Το πήρε στο χέρι του και κοιτάζοντας τον ουρανό είπε: …τα Πάντα εν Σοφία εποίησε…. Επειδή μια μέλισσα πήγε πάνω στο πιτόμελο, εγώ προσπάθησα να την διώξω με το χέρι μου και τελικά τη σκότωσα. Τότε ο Δεσπότης μου είπε: «…Γιάννη, της αρπάξαμε το κόπο και την δούλεψη της και ήρθε το πλάσμα αυτό του Θεού, να υπερασπιστεί το Βιός της. Εμείς άδικοι αλλά δυνατοί, την σκοτώσαμε. Έτσι δεν γίνεται και στη ζωή; Πάντα ο δυνατός αρπάζει, αδικεί και σκοτώνει…». Κατέβηκε και ο Μάρκος ο Κωστάλας, που είχε τις μέλισσες του πιο πάνω και έκατσε μαζί μας. Ρωτούσε ο Δεσπότης για όλους τους χωριανούς και έδειχνε να χαίρεται, αλλά και να υποφέρει για όσα του λέγαμε, για τις χαρές και τις λύπες των συγχωριανών. Ενδιαφερόταν για όλους. Μιλούσε όμορφα και έψαλε ακόμη πιο όμορφα. Χαιρόσουν να τον ακούς. Ζητούσε να του λέμε ιστορίες από τα παλιά, δηλαδή τις σκανταλιές και κατορθώματα μας από τα παιδικά χρόνια. Σπουδαίος άνθρωπος σου λέω. Ήταν ζημιά μεγάλη για το Πιτυός ο τόσο νωρίς θάνατός του. Αν ζούσε, θα γινόταν Πατριάρχης και αυτό το έλεγε, το παραδεχόταν και το πίστευε και ο ξάδελφός μας Δεσπότης, ο Γρηγόριος ο Σπανούδης. Έλεγε ο Γρηγόριος ότι «…αν δεν πέθαινε ο Ισίδωρος τόσο νέος, οπωσδήποτε θα γινότανε Πατριάρχης…». Ο Ισίδωρος Γεωργιάδης και ο Γρηγόριος Σπανούδης, Πιτυανοί Δεσπότες και οι δυο, είχαν την ίδια ηλικία. Ίσως ο Ισίδωρος να ήταν λιγάκι πιο μεγάλος στα χρόνια από τον Γρηγόριο.» (βλέπε: Αντώνης Χλωρός, Αρχιεπίσκοπος Ιωαννουπόλεως κυρός Ισίδωρος, Δρόμοι Ψυχής τεύχος 84, Άνοιξη 2020, σελ 5: https://filoidromokaiteiou.files.wordpress.com/2020/05/dromoi-psixis-84_site.pdf)
Ο τάφος του, σύμφωνα με επιθυμία του βρίσκεται στο Μπουλαουάγιο της τότε Ροδεσίας, νυν Ζιμπάμπουε.
Σύμφωνα με τον Αντώνιο Χλωρό:
«Σε ανάμνηση του μακαριστού Ιεράρχη, κατασκευάστηκε καλαίσθητο κενοτάφιο στη νοτιοανατολική πλευρά του Σχολείου Πιτυούς. Όμως μετά από χρόνια τούτο αφαιρέθηκε, για να δημιουργηθεί η πλατεία μπροστά από το σχολείο. Οι λαξευτές πέτρες του κενοταφίου, χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της προσόψεως του γυναικωνίτη της Εκκλησίας Αγίας Παρασκευής, όπου μέχρι σήμερα και υπάρχει η μετόπη του κενοταφίου, πάνω από την πόρτα του γυναικωνίτη του Ναού, με την επιγραφή «Μητροπολίτης Ισίδωρος». (ο.π.π.)